- τειχοποιός
- ο, ΝΜΑ, και τειχοπόης Ααυτός που χτίζει τείχηαρχ.στον πληθ. οἱ τειχοποιοίοι υπεύθυνοι για τη συντήρηση τών τειχών άρχοντες τής πόλεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τειχοποιός — builder of walls masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοποιόν — τειχοποιός builder of walls masc/fem acc sg τειχοποιός builder of walls neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Строитель стен — • Τειχοποιός, название чиновника, ведавшего ремонтом городской стены. Demosth. 18, 55 … Реальный словарь классических древностей
τειχοποιοί — τειχοποιός builder of walls masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τειχοποιούς — τειχοποιός builder of walls masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… … Dictionary of Greek
τειχοποιία — η, ΝΜΑ [τειχοποιός] οικοδόμηση τειχών ή οχυρωμάτων … Dictionary of Greek
τειχοποιϊκός — και τειχοποϊκός, ή, όν, Α [τειχοποιός] 1. αυτός που αναφέρεται στην τειχοποιία 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τειχοποιϊκά φόρος για τη συντήρηση και την επισκευή τών τειχών … Dictionary of Greek
τειχοποιώ — έω, ΜΑ [τειχοποιός] χτίζω τείχη αρχ. έχω το αξίωμα τού τειχοποιού* … Dictionary of Greek